μεσοκοιμισμένος

μεσοκοιμισμένος
-η, -ο
μισοκοιμισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + κοιμισμένος (για τη σχέση μεταξύ μεσοκοιμισμένος και μισοκοιμισμένος βλ. μεσο-*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”